- παράγραμμα
- τὸ, Α [παραγράφω]1. πρόσθετη διάταξη («κατὰ ποῑον νόμον προσπαραγράφοιτ' ἄν τοῡτο τὸ παράγραμμα», Δημοσθ.)2. (στην κρυπτογραφία) σημείο που αντικαθιστά ένα συγκεκριμένο γράμμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράγραμμα — that which one writes beside neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγράμμασιν — παράγραμμα that which one writes beside neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγράμματα — παράγραμμα that which one writes beside neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγράμματος — παράγραμμα that which one writes beside neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek